πρότονος

πρότονος
πρό - τονος (τείνω): only pl., forestays of a ship, ropes extending from the mast to the inner portion of the bows, Il. 1.434, Od. 2.425. (See cut under Σειρήν.)

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρότονος — ο, ΝΑ, και ετερογ. πληθ. πρότονα, τά, Α ναυτ. ισχυρό σχοινί ή συρματόσχοινο που δένεται στην πλώρη τού πλοίου και χρησιμεύει για την αντιστήριξη τών ιστών και τών πανιών, ανάλογα δε με τις θέσεις τού ιστού που αντιστηρίζει έχει και ειδικότερη… …   Dictionary of Greek

  • πρότονος — πρότονοι ropes from the masthead to the forepart of a ship masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτονίσκος — ο, Ν ναυτ. μικρός αφαιρετός πρότονος τής στήλης τού ιστού λέμβου, που απολήγει στο άκρο τού δορατίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρότονος + υποκορ. κατάλ. ίσκος* (πρβλ κολπ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • προτονίδα — η, Ν ναυτ. χαμηλό προΐστιο ιστιοφόρου, το οποίο χαρακτηρίζεται ανάλογα με τη θέση του («προτονίδα τού ακάτιου ιστού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρότονος + κατάλ. ίδα (πρβλ. δεσμ ίδα). Η λ. μαρτυρείται από τό 1858 στο Ὀνοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

  • προτονίζω — ΝΑ [πρότονος] ναυτ. στηρίζω, ή ασφαλίζω ιστό με προτόνους αρχ. 1. έλκω, σύρω με προτόνους 2. ανοίγω τα ιστία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”